οργη

οργη
    ὀργή
    дор. ὀργά (ᾱ) ἥ тж. pl.
    1) склонность, влечение, нрав, натура, характер
    

(μείλιχος Pind.; ἀτέραμνος Aesch.; χαλεπή Thuc.)

    διαπειρᾶσθαι τῆς ὀργῆς τινος Her. — подвергать испытанию чей-л. характер;
    ὀ. νοσοῦσα Aesch. — мятущаяся душа;
    ἀστυνόμοι ὀργαί Soph. — общественные склонности, гражданственность;
    ὀργέν ἄκρος Her. — пылкого нрава, вспыльчивый;
    σύντροφοι ὀργαί Soph. — природные наклонности;
    ὀργὰς ἐπιφέρειν τινί Thuc. — угождать кому-л.

    2) раздражение, гнев, злоба
    

(ἡμέρα τῆς ὀργῆς NT.)

    ὀργέν ποιεῖσθαί τινι Thuc., ἐν ὀργῇ ποιεῖσθαι (или ἔχειν) τινά Dem.; δι΄ ὀργῆς ἔχειν τινά Thuc. или ὀργέν ἔχειν πρός τινα Isocr. и εἴς τινα Soph. — быть в гневе, сердиться, негодовать на кого-л.;
    ὀργέν или ὀργὰς ἐμποιεῖν τινι Plat. — возбуждать чей-л. гнев, раздражать кого-л.;
    ὀργῇ Soph., δι΄ ὀργήν Aesch., δι΄ ὀργῆς Thuc., ἐξ ὀργῆς или πρὸς и κατ΄ ὀργήν Soph., μετ΄ ὀργῆς Plat., μετὰ τῆς ὀργῆς Dem., ὀργῆς ὕπο и ὀργῆς χάριν Eur. — в гневе, в злобе, в раздражении;
    δι΄ ἑτέραν ὀργήν Lys. — вследствие гнева на кого-нибудь;
    ἀδικημάτων ὀ. Lys. — раздражение за (причиненные) обиды;
    οὐ μόνον διὰ τέν ὀργήν, ἀλλὰ καὴ διὰ τέν συνείδησιν NT. — не только за страх (точнее из-за страха перед гневом), но и за совесть


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Полезное


Смотреть что такое "οργη" в других словарях:

  • οργή — οργή, η και όργητα, η 1. σφοδρός ψυχικός ερεθισμός, ακράτητος θυμός για κάτι. 2. φρ., «Δίνω τόπο στην οργή», υποχωρώ, παραιτούμαι. «Θεού οργή», θεομηνία, καταστροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀργή — natural impulse fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • ὀργῇ — ὀργάω to be getting ready to bear pres subj mp 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind mp 2nd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 3rd sg (doric) ὀργάω to be getting ready to bear pres ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. — ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον. См. Милые бранятся, только тешатся …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὀργῆ — Ὀργεύς masc nom/voc/acc dual Ὀργεύς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀργῇ — Ὀργῆι , Ὀργεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργῆι — ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres subj mp 2nd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres ind mp 2nd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to bear pres subj act 3rd sg (doric) ὀργῇ , ὀργάω to be getting ready to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργαῖς — ὀργή natural impulse fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργαί — ὀργή natural impulse fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργήν — ὀργή natural impulse fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»